-
1 κηλον
Hes. тж. κήλεον τό (только pl.)1) досл. древко стрелы, перен. стрела(κῆλα θεοῖο, sc. Ἀπόλλωνος Hom.)
2) луч(χρύσεα κήλη ἠελίου Anth. - v. l. κύκλα)
3) звук(φόρμιγγος κῆλα Pind.)
См. также в других словарях:
κήλον — κῆλον, τὸ (Α) 1. το ξύλο, το στέλεχος τού βέλους 2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «κῆλα νεῶν» α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων β) συνεκδ. τα πλοία 4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» τα ξύλα τής φόρμιγγας, η… … Dictionary of Greek